- ζυθοποιός
- brasseur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ζυθοποιός — ο (Α ζυθοποιός) παραγωγός, παρασκευαστής ζύθου αρχ. παραγωγός ζύθου στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + ποιός < ποιώ.] … Dictionary of Greek
ζυθοποιός — ο παρασκευαστής μπίρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
βουτυροποιός — ο ο βουτυροκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούτυρο (ν) + ποιός < ποιώ ( έω) (πρβλ. αλλαντοποιός, ζυθοποιός, οινοποιός κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Βυζαντίου Σκαρλάτου] … Dictionary of Greek
ζυθοποιία — η 1. η βιομηχανία ζύθου, η τέχνη παρασκευής ζύθου 2. εργοστάσιο ζύθου, ζυθοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοποιός. Η λ. μαρτυρείται στον Όθωνα Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
ζυθοποιείο — το εργοστάσιο παραγωγής ζύθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοποιός. Η λ. στον λόγιο τ. ζυθοποιείον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ζυτάς — ζυτᾱς, ό (Α) [ζύτος] πάπ. ο ζυθοποιός … Dictionary of Greek
ζυτοποιός — ζυτοποιός, ὁ (Α) πάπ. βλ. ζυθοποιός … Dictionary of Greek
ζύθος — ο (Α ζύθος, ὁ και ζῡθος και ζῡτος, ους, τὸ) οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση ειδικά παρασκευασμένου κριθαριού τής βύνης, μπίρα αρχ. είδος αιγυπτιακού ποτού που παρασκευαζόταν από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω τής σημασίας της (είδος… … Dictionary of Greek